- πρωτοθοινία
- πρωτοθοινίᾱ , πρωτοθοινίαthe first part of a mealfem nom/voc/acc dualπρωτοθοινίᾱ , πρωτοθοινίαthe first part of a mealfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτοθοινία — ἡ, Α (κατά τον Πολυδ.) η λήψη τής πρώτης μερίδας σε γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + θοινία (< θοινος < θοίνη «ευωχία, γεύμα»)] … Dictionary of Greek